Πριν από λίγες μέρες, η Γενοκτονία των Αρμενίων αναγνωρίστηκε με μία ιστορική δήλωση από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν. Η κίνηση αυτή είχε ως φυσικό επακόλουθο τις αντιδράσεις από την πλευρά της Άγκυρας και την εσωτερική συσπείρωση. Όμως αυτή η συμβολική κίνηση έρχεται σε μία εποχή που Άγκυρα και Ουάσινγκτον έχουν μεγάλες πολιτικές διαφορές.
Πιο συγκεκριμένα, ο Μπάιντεν στέλνει ένα ξεκάθαρο μήνυμα στον Ερντογάν. Ένα μήνυμα που δείχνει στον Τούρκο Πρόεδρο πως αντιλαμβάνεται τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Δηλαδή με κανόνες και συμφωνίες. Μέχρι τώρα ο Ερντογάν έχει αποκλίνει από την γραμμή του ΝΑΤΟ και προκαλεί σωρεία προβλημάτων σε πλήθος μετώπων. Ο Μπάιντεν δίνει το μήνυμα πως αν ο Τούρκος Πρόεδρος δεν συμμορφωθεί, θα υπάρξουν σοβαρές συνέπειες.
Η αναγνώριση είχε γίνει χρόνια πριν
Ο Μπάιντεν είναι ο πρώτος εν ενεργεία πρόεδρος που αναγνώρισε σε ομιλία του την Γενοκτονία των Αρμενίων. Βέβαια αυτό είχε ξαναγίνει 40 χρόνια πριν από τον Ρέιγκαν, ο οποίος αν και το ανακοίνωσε, στη συνέχεια ανακάλεσε την δήλωση.
Ο Ομπάμα το είχε υποσχεθεί προεκλογικά, αλλά δεν προχώρησε εντέλει στην επίσημη αναγνώριση της γενοκτονίας. Ο λόγος είναι ότι οι τουρκικές απειλές για το θέμα είχαν αποδειχθεί αποτελεσματικές. Και αυτό γιατί σημαντικοί σύμμαχοι των ΗΠΑ, όπως το Ισραήλ και η Βρετανία, αποφεύγουν να χρησιμοποιούν τον όρο γενοκτονία για τη σφαγή του 1915.
Το 2019, το Κογκρέσο ψήφισε υπέρ της αναγνώρισης της Γενοκτονίας. Παρά τις προεκλογικές του δεσμεύσεις, ο πρόεδρος Ομπάμα απέφυγε να το κάνει κατά τη διάρκεια των θητειών του. Σε συνέντευξή της το 2018, η πρώην πρέσβειρα των ΗΠΑ στον ΟΗΕ Σαμάνθα Πάουερς είχε πει ότι ο Ερντογάν είχε επιβάλει τεχνηέντως τις θέσεις του στην αμερικανική κυβέρνηση.
Η ιστορική δήλωση Μπάιντεν
“Κάθε χρόνο αυτήν την ημέρα, θυμόμαστε τις ζωές όλων εκείνων που πέθαναν στη γενοκτονία των Αρμενίων κατά τη διάρκεια της περιόδου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και δεσμευόμαστε να αποτρέψουμε ξανά μια τέτοια θηριωδία”, τονίζει αρχικά ο πρόεδρος των ΗΠΑ.
“Ξεκινώντας στις 24 Απριλίου 1915, στην Κωνσταντινούπολη (σ.σ: Constantinople, στο πρωτότυπο) με τη σύλληψη Αρμενίων διανοουμένων και ηγετών της κοινότητας στην Κωνσταντινούπολη από τις οθωμανικές αρχές, ενάμισι εκατομμύριο Αρμένιοι απελάθηκαν, σφαγιάστηκαν ή οδηγήθηκαν στον θάνατο σε μια εκστρατεία εξόντωσης. Τιμούμε τα θύματα της Meds Yeghern (σ.σ.: το “Μέγα Κακό” στα αρμενικά), έτσι ώστε οι φρικαλεότητες που συνέβησαν να μην ξεχαστούν ποτέ από την ιστορία. Και θυμόμαστε ώστε να παραμείνουμε πάντα σε εγρήγορση ενάντια στην καταστροφική επίδραση του μίσους σε όλες τις μορφές του”, προσθέτει.
“Ο αμερικανικός λαός τιμά όλους εκείνους τους Αρμένιους που χάθηκαν στη γενοκτονία που έγινε 106 χρόνια πριν“
“Από αυτούς που επέζησαν, οι περισσότεροι αναγκάστηκαν να βρουν νέα σπίτια και νέες ζωές σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών. Με δύναμη και ανθεκτικότητα, ο αρμενικός λαός επέζησε και ανοικοδόμησε την κοινότητά του. Εδώ και τόσες δεκαετίες οι Αρμένιοι μετανάστες έχουν εμπλουτίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες με αμέτρητους τρόπους. Αλλά δεν έχουν ξεχάσει ποτέ την τραγική ιστορία που έφερε τόσο πολλούς από τους προγόνους τους στις ακτές μας. Τιμούμε την ιστορία τους. Καταλαβαίνουμε τον πόνο τους. Επιβεβαιώνουμε την ιστορία. Το κάνουμε αυτό όχι για να κατηγορήσουμε, αλλά για να διασφαλίσουμε ότι αυτό που συνέβη δεν θα επαναληφθεί ποτέ”.
“Σήμερα, καθώς θρηνούμε για ό,τι χάθηκε, ας στρέψουμε επίσης τα μάτια μας στο μέλλον – προς τον κόσμο που θέλουμε να χτίσουμε για τα παιδιά μας. Ένας κόσμος που δεν θα στιγματίζεται από τα δεινά της μισαλλοδοξίας και της έλλειψης ανεκτικότητας. Όπου θα γίνονται σεβαστά τα ανθρώπινα δικαιώματα και όπου όλοι οι άνθρωποι θα μπορούν να συνεχίσουν τη ζωή τους με αξιοπρέπεια και ασφάλεια. Ας ανανεώσουμε την κοινή μας αποφασιστικότητα να αποτρέψουμε μελλοντικές φρικαλεότητες οπουδήποτε στον κόσμο. Και ας συνεχίσουμε τη γιατρειά των τραυμάτων και τη συμφιλίωση για όλους τους ανθρώπους του κόσμου”, υπογραμμίζει στο μήνυμά του ο πρόεδρος των ΗΠΑ.
Οι λόγοι της απόφασης Μπάιντεν
Πρώτα από όλα η αναγνώριση της Γενοκτονίας αποτελούσε προεκλογική δέσμευση του Τζο Μπάιντεν. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας το 2020, ο Μπάιντεν είχε πει: «Εάν εκλεγώ, δεσμεύομαι να υποστηρίξω νόμο, ο οποίος θα αναγνωρίζει τη Γενοκτονία των Αρμενίων και θα κατατάσσει τα ανθρώπινα δικαιώματα στην κορυφή των προτεραιοτήτων της κυβέρνησής μου».
Δεύτερον, ο πρώην αντιπρόεδρος έχει μία πολύ στενή σχέση με την αρμενική κοινότητα της Αμερικής, αλλά και την ελληνική κοινότητα.
Τρίτον, από ότι φαίνεται στο δίλημμα καρότο ή μαστίγιο ο Μπάιντεν για την Τουρκία επιλέγει μαστίγιο. Ο λόγος είναι ότι ο Τούρκος Πρόεδρος έχει εκνευρίσει όλο το αμερικανικό πολιτικό σύστημα με τις επιλογές του. Παρόλα αυτά μέχρι τώρα προστατευόταν από τις σχέσεις που είχε με τον Ντόναλντ Τραμπ.
Ο λόγος της έντονης δυσφορίας που αναπτύσσεται στην Ουάσινγκτον για τη συμπεριφορά του Ερντογάν, κυρίως σε ό,τι αφορά την προμήθεια των S-400. Αλλά και οι κινήσεις του σε άλλα μέτωπα που βρίσκουν αντίθετες τις ΗΠΑ, όπως στη Συρία, αλλά και σε μικρότερο βαθμό στο Αιγαίο και την Αν. Μεσόγειο.
Αντίδραση και από την εθνοσυνέλευση
Ο Ερντογάν επέλεξε πέρα από την έκδοση ανακοίνωσης σαν πρόεδρος της Τουρκίας μετά την ανακοίνωση του Τούρκου ΥΠΕΞ, και η Εθνοσυνέλευση να εγκρίνει σχετικό ψήφισμα. Η εικόνα που προσπαθεί να δώσει μέσα από το ψήφισμα είναι μία συσπειρωμένη Τουρκία εσωτερικά έναντι στις ΗΠΑ.
Πιο συγκεκριμένα, η τουρκική εθνοσυνέλευση ενέκρινε ψήφισμα που καταδικάζει την ανακοίνωση του Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν. Μια κίνηση που, σύμφωνα με τους βουλευτές, θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στις σχέσεις Άγκυρας και Ουάσινγκτον.
«Καταδικάζουμε έντονα τη δήλωση του Μπάιντεν σχετικά με τα γεγονότα του 1915, που περιέχει τα επιχειρήματα του αρμενικού λόμπι. Και απορρίπτουμε αυτήν την αβάσιμη συκοφαντία. Δεν έχει κανένα νόημα παρά μόνο την παραποίηση της ιστορίας για πολιτικούς λόγους. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ δεν έχει κανένα νομικό και ηθικό δικαίωμα να κρίνει επί ιστορικών θεμάτων. Η δήλωσή του δεν έχει νομική ισχύ», αναφέρει το ψήφισμα.
Οι Τούρκοι βουλευτές κάλεσαν τον Μπάιντεν να «επανεξετάσει» την απόφασή του. Μία απόφαση που «αναπόφευκτα θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στις διμερείς σχέσεις».
Με πληροφορίες από τους New York Times